-
1 πάγ-κοινος
πάγ-κοινος, Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς ϑεοῠ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῠς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχϑημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
-
2 πάγκοινος
πάγ-κοινος, ον,A common to all,νοσήματα Hp.
Aër.2, Gal.17(1).2;π. σοφισταί Poll.4.43
: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις.. Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant. 1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th. 608;ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138
(lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr. 425;π. τέρας Pi.Pae.9.10
; στάσις π. all the band together, A.Ch. 458 (lyr.). Adv.- νως Man.4.506
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκοινος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий